τάμι'

τάμι'
τάμιο , τέμνω
cut
aor imperat mid 2nd sg (doric)
τάμιο , τέμνω
cut
aor ind mid 2nd sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εσύ — (ΑΜ σύ Α και επικ. τύπος τύνη, λακων. τούνη, δωρ. τύ, βοιωτ. τού) προσ. αντων. β προσ. νεοελλ. 1. η ονομαστική χρησιμοποιείται κυρίως για έμφαση ή αντιδιαστολή («εσύ τό λες αυτό, κανείς άλλος») 2. οι πλάγιες πτώσεις συντάσσονται πάντοτε με ρήμα… …   Dictionary of Greek

  • κάπελας — ο ο ταβερνιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού αρχ. κάπηλος κατά τα πολλά αρσ. ουσ. σε ας (χειμών ας, πατέρ ας, ταμί ας). Η τροπή τού i σε e λόγω αφομοιωτικής επίδρασης τού ακολουθούντος υγρού (πρβλ. θηλιά > Θελιά, μηλίγγι > μελίγγι… …   Dictionary of Greek

  • Γκέι, Μάρβιν — (Marvin Pentz Gaye, Jnr., Ουάσινγκτον 1939 – Λος Άντζελες 1984). Αφροαμερικανός τραγουδιστής της σόουλ μουσικής. Γιος πάστορα, έκανε τα πρώτα του βήματα στην εκκλησιαστική μουσική (γκόσπελ), παίζοντας όργανο και τραγουδώντας στη χορωδία της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”